- Ἁρμονικούς
- Ἁρμονικόςskilled in musicmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρμονικούς — ἁρμονικός skilled in music masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek
φιλεύηχος — ον, Α αυτός που αγαπά τους αρμονικούς ήχους ή τις δυνατές φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔηχος] … Dictionary of Greek
αρμονικές ταλαντώσεις — Ημιτονοειδή περιοδικά μεγέθη με περίοδο ίση προς το υποπολλαπλάσιο της περιόδου ενός ομοειδούς μεγέθους το οποίο λαμβάνεται ως θεμελιώδης ταλάντωση. Τα σύνθετα περιοδικά φαινόμενα, όπως ένας μη απλός ήχος ή μια φωτεινή κύμανση μη μονοχρωματική,… … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… … Dictionary of Greek
τρόμπα - μαρίνα — Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από… … Dictionary of Greek